- τουζλούκι
- και τοζλούκι, το, Ν(παλ. διαλ. τ.) είδος μάλλινης περικνημίδας που σκεπάζει το επάνω μέρος τού παπουτσιού και φτάνει ώς το γόνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tozluk].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουζλούκι — το (λ. τουρκ.), είδος μάλλινης κάλτσας που καλύπτει το πάνω μέρος του παπουτσιού ίσαμε το γόνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοζλούκι — το, Ν βλ. τουζλούκι … Dictionary of Greek
tuzluc — TUZLÚC, tuzluci, s.m. (înv. şi arh.) Ghetră de aba, încheiată la spate cu copci sau cu şireturi, care se purta peste ciorapi şi apoi se băga în cizme; (azi reg.) ciorapi groşi (cu sau fără talpă) care se poartă la ţară. – tc. tozluk. Trimis de… … Dicționar Român